ἐπιδεικνύει

ἐπιδεικνύει
ἐπιδείκνυμι
exhibit as a specimen
pres ind mp 2nd sg
ἐπιδείκνυμι
exhibit as a specimen
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιδεικνύω — (AM ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω) 1. παρουσιάζω, εμφανίζω, προβάλλω κάτι ως δείγμα, ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια τού εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν») 2. εμφανίζω και… …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

  • ανεξιθρησκία — η ανοχή που επιδεικνύει η κρατική εξουσία ως προς τη θρησκεία των πολιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξίθρησκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1768 στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • δημεραστής — δημεραστής, ο (Α) ο εραστής τού δήμου αυτός που επιδεικνύει υπερβολική αγάπη για τόν λαό …   Dictionary of Greek

  • εγκλιματισμός — Πρακτική διαδικασία με την οποία επιδιώκεται η εισαγωγή και η καλλιέργεια φυτών με οικονομικό ενδιαφέρον σε περιοχές όπου δεν είναι αυτοφυή, εξαιτίας του κλίματος, του υψομέτρου ή του εδάφους. Ο ε. έχει περισσότερη αξία όσο μεγαλύτερο οικονομικό… …   Dictionary of Greek

  • επιδειξιμανία — και επιδειξιομανία, η ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων παρορμάται να επιδεικνύει στους άλλους τα γεννητικά του όργανα …   Dictionary of Greek

  • κουλτουριάρης — α, ικο [κουλτούρα] (ειρωνικά) αυτός που παριστάνει τον διανοούμενο, που επιδεικνύει εξεζητημένο ενδιαφέρον για πνευματικά και καλλιτεχνικά θέματα …   Dictionary of Greek

  • κουρούνα — Κοινή ονομασία ορισμένων στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των κορακοειδών. Οι κ. είναι συγγενικά είδη με τα κοράκια, με τα οποία ανήκουν στο ίδιο γένος. Κοινό είδος, το οποίο συναντάται στις παρυφές των δασών και κοντά σε λίμνες και έλη… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτόπρωκτος — (Cryptoprocta). Γένος σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας viverridae. Πρόκειται για ιθαγενές ζώο της Μαδαγασκάρης και το μεγαλύτερο από τα αρπακτικά του νησιού. Το κυριότερο είδος είναι το Cryptoprocta ferox, γνωστό και με την κοινή ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • μετριόφρων — ον, αρσ. και μετριόφρονας (ΑΜ μετριόφρων, ον) αυτός που δεν τού αρέσει να επιδεικνύει την αξία του, που έχει απλούς τρόπους, σεμνός, απλός, ταπεινόφρων, μετριοπαθής. Επίρρ. μετριοφρόνως (Μ μετριοφρόνως) με μετριόφρονα τρόπο, με μετριοφροσύνη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”